παραγραμμάτισις

παραγραμμάτισις
ή, Μ [παραγραμματίζω]
αλλοίωση, μεταβολή λέξης με γραφή ή απαγγελία ενός γράμματος αντί κάποιου άλλου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παραγραμματισμός — ο, ΝΜ [παραγραμματίζω] αλλοίωση λέξης με αλλαγή στον γραπτό ή προφορικό κάποιου γράμματός της με άλλο, παραγραμμάτισις* νεοελλ. διαταραχή τής ομιλίας η οποία συνίσταται σε σύγχυση ή μετατόπιση γραμμάτων, συλλαβών ή λέξεων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”